Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021
Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021
Έσωσαν φλαμίγκο ....από τα πλοκάμια χταποδιού
Ένα απίστευτο
περιστατικό αντίκρισαν μέλη της περιβαλλοντικής οργάνωσης <<Δράση για την
άγρια ζωή >> στη Ν.Ποτίδαια στη Χαλκιδική ,όταν επιχείρησαν να σώσουν ένα
εγκλωβισμένο φλαμίνγκο .Ένα χταπόδι είχε τυλιχτεί σφιχτά γύρω από το ένα πόδι
του πουλιού και προσπαθούσε να το πνίξει .
Παραμύθια ...αλλαγμένα
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που ζούσαν ξέγνοιαστα κι ευτυχισμένα με τη μαμά τους . Όταν μεγάλωσαν τους είπε η μαμά τους "τώρα παιδιά μου μεγαλώσατε και πρέπει να πάτε να ζήσετε τη ζωή σας χωρίς εμένα. Θα πάρει, λοιπόν, καθένα τα πράγματά του και θα πάτε να φτιάξετε από ένα σπίτι να ζήσετε. Και προσοχή! Το σπίτι που θα χτίσετε πρέπει να είναι γερό για να μη μπορεί να το γκρεμίσει ο κακός ο λύκος και σας φάει". Πήρε, λοιπόν, το κάθε γουρουνάκι το δρόμο του.
Το
πρώτο συνάντησε έναν κύριο που πουλούσε άχυρα. Σκέφτηκε, λοιπόν, "γιατί να
κάθομαι να δουλεύω σαν το σκυλί, ας φτιάξω μάνι μάνι ένα σπίτι με άχυρα".
Κι έτσι αγόρασε τ'άχυρα κι έφτιαξε ένα σπίτι.Το δεύτερο γουρουνάκι βρήκε
πρόχειρα κάτι ξύλα. Σκέφτηκε κι αυτό, "με τα ξύλα αυτά θα φτιάξω το
σπιτάκι".Το τρίτο γουρουνάκι, όμως, το πιο έξυπνο απ'όλα, έχτισε ένα
σπιτάκι με τούβλα.Ο κακός ο Λύκος μυρίστηκε τα γουρουνάκια. Πάει στο σπίτι του
πρώτου και χτυπάει. Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκι άνοιξέ
μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα
σ'ανοίξω. Να με φας!
Λ: Δε μ' ανοίγεις;
Τότε κι εγώ θα φυσήξω και στη στιγμή θα σου γκρεμίσω το σπίτι.
Κι ο λύκος φύσηξε
και τα άχυρα σκορπίστηκαν στον αέρα. Το γουρουνάκι έτρεξε και ζήτησε καταφύγιο
στο δεύτερο αδελφάκι του. Την επόμενη μέρα έρχεται κι ο κακός ο λύκος και
χτυπάει την πόρτα. Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκια
ανοίξτε μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα
σ'ανοίξουμε. Να μα φας;
Λ: Δε μ' ανοίγετε;!
Τότε κι εγώ θα φυσήξω και στη στιγμή θα σας γκρεμίσω το σπίτι.
Κι ο λύκος φύσηξε
και τα ξύλα σκορπίστηκαν στον αέρα. Τότε τα γουρουνάκια
έτρεξαν γρήγορα,
γρήγορα και ζήτησαν καταφύγιο στο σπίτι του άλλου αδελφού……
Την επόμενη μέρα πηγαίνει ο κακός ο λύκος στο σπίτι του τρίτου γουρουνιού , όμως στον δρόμο του προς τα εκεί τον έπιασε η αστυνομία. Αυτός αναρωτιόταν τι κακό είχε κάνει , οι αστυνόμοι τον ρώτησαν αν είχε στείλει το νούμερο έξι στο κινητό του και γιατί δεν φορούσε μάσκα Ο κακός ο λύκος δεν καταλάβαινε τι του έλεγαν , νόμιζε ότι του έκαναν πλάκα , όμως του μιλούσαν σοβαρά και του έδωσαν να πληρώσει ένα πρόστιμο των 450 ευρών . Ο λύκος δεν είχε τόσα λεφτά για να τους πληρώσει οπότε πήγε στο σπίτι που έμεναν τα τρία γουρουνάκια και τους ζήτησε αν μπορούσαν να του δώσουν όσα λεφτά χρειαζόταν .Αυτά του είπαν ναι όμως μόνο με ένα αντάλλαγμα , να μην τους ξαναενοχλήσει ποτέ .
Από τότε τα τρία
γουρουνάκια και ο κακός ο λύκος είναι πολύ καλοί φίλοι και έζησαν αυτοί καλά
και εμείς καλύτερα .
Μια παγωμένη παραμονή Πρωτοχρονιάς ένα φτωχό κοριτσάκι τρέμει ξυπόλυτο , προσπαθώντας να πουλήσει σπίρτα στο δρόμο .Φοβισμένο να πάει στο σπίτι , λόγω του ότι ο πατέρας του θα το χτυπούσε επειδή δεν έφερε χρήματα , κουρνιάζει σε ένα δρομάκι ανάμεσα σε δύο σπίτια και ανάβει ένα ,ένα τα σπίρτα της για να ζεσταθεί .Στη φλόγα των σπίρτων βλέπει μα σειρά παρηγορητικά οράματα , μια ζεστή σόμπα ,μια γιορτή , μια ευτυχισμένη οικογένεια και ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο .Κάθε όραμα εξαφανίζεται μόλις το σπίρτο σβήσει .Στον ουρανό βλέπει ένα αστέρι και θυμάται ότι η γιαγιά της της είχε πει ότι κάθε φορά που βλέπει ένα αστέρι κάποιος ,πηγαίνει στον Παράδεισο .Στη φλόγα του επόμενου σπίρτου βλέπει τη γιαγιά της , το μόνο άτομο που την είχε αντιμετωπίσει με αγάπη και καλοσύνη .Για να κρατήσει το όραμα της γιαγιάς ζωντανό όσο το δυνατόν περισσότερο το κοριτσάκι ανάβει ολόκληρη τη δέσμη των σπίρτων ….
Λίγο πριν σβήσουν τα
σπίρτα , ως δια μαγείας μια πόρτα ανοίγει και ένας άντρα προβάλλει στην
εξώπορτα , πηγαίνει κοντά του και το
παίρνει στην αγκαλιά του. Το πηγαίνει κοντά στο τζάκι που καίει για να ζεσταθεί
και φωνάζει τη γυναίκα του να φτιάξει μια ζεστή σούπα και να φέρει ζεστά ρούχα
.Η γυναίκα κάνει αμέσως αυτά που της είπε ο άντρας της και το κοριτσάκι άρχισε να συνέρχεται. Αφού τους είπε την
ιστορία του το ζευγάρι το λυπήθηκε και του πρότειναν καθώς δεν είχαν παιδιά να
μείνει μαζί τους να το φροντίσουν και να το μεγαλώσουν. Το κοριτσάκι δέχτηκε με
χαρά γιατί πλέον θα ζούσε με μια οικογένεια ευτυχισμένη
Καλή
Ένας
φιλάργυρος αστακός στα βάθη της θάλασσας πούλησε όλη την περιουσία του και την
μετέτρεψε σε χρυσάφι. Τα έκανε ένα βώλο χρυσού ,τον οποίο έκρυψε σε ένα βράχο
.Καθημερινά πήγαινε , άνοιγε την κρυψώνα και έβλεπε ότι ο χρυσός είναι στη θέση
του. Κάποιο ψάρι που έμενε εκεί κοντά υποψιάστηκε .<< Τι έρχεται και
βλέπει αυτός ο αστακός εκεί όλη μέρα ;>>
Έτσι μια μέρα ,
αφού ο αστακός έφυγε , το ψάρι πήγε να ψάξει τι κρύβει .Έσκαψε και βρήκε τον
μεγάλο βώλο χρυσού , τον οποίο και
έκλεψε.
Μετά από περίπου
δυο μέρες , πήγε πάλι ο αστακός να ελέγξει το χρυσάφι του ,όμως δεν το βρήκε
στην κρυψώνα .<<Όλη μου η περιουσία χάθηκε >>!φώναζε
Έκλαιγε και
οδυρόταν τραβώντας το κέλυφος του .Κάποιος γνωστός του τον άκουσε και τον
ρώτησε τι συμβαίνει . <<Όλη μου την περιουσία την είχα κάνει ένα βώλο
χρυσού , τον είχα κρύψει και κάποιος μου τον έκλεψε >>
-Μη λυπάσαι ,
γιατί εκεί που είχες τον χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν .
( αλλαγμένος μύθος
του Αισώπου)
Βασίλης
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποντίκι
πολύ λαίμαργο. Έτρωγε, έτρωγε, ώσπου φούσκωνε τόσο πολύ η κοιλιά του, που δεν
μπορούσε να κάνει ρούπι από τη θέση του!
- Γιατί τρως τόσο πολύ; του έλεγαν τ' άλλα ποντίκια.
- Γιατί να μην τρώω; απαντούσε ο λαίμαργος ο ποντικός. Μου
αρέσει το φαγητό.
- Καμιά μέρα θα πάθεις ζημιά από το πολύ φαγητό, τον
συμβούλευαν.
- Γιατί να πάθω ζημιά; Έχω πολύ γερό στομάχι και χωνεύω
εύκολα ό,τι κι αν φάω.
Μια μέρα ο λαίμαργος ο ποντικός μας, άφησε τη φωλιά του, που
ήταν στο υπόγειο ενός σπιτιού, ανέβηκε με προφύλαξη στο ισόγειο, μήπως τον δει
καμιά γάτα και τον γραπώσει, βρήκε μια τρυπούλα σ' έναν τοίχο, μπήκε μέσα με
δυσκολία γιατί ήταν στενή, προχώρησε και, ξαφνικά, τι να δουν τα μάτια του!
Βρέθηκε σ' ένα κελάρι! Ένα κελάρι γεμάτο τρόφιμα! Τυριά,
σαλάμια, καπνιστά κρέατα, καρύδια κι ένα σωρό άλλα πράγματα.
Ο ποντικός δεν θα μπορούσε ποτέ του να φανταστεί τέτοια
τύχη!
- Πω... πω! έκανε. Είμαι πολύ τυχερός! Θα φάω με την ψυχή
μου! Και δε θα πω σε κανέναν ποντικό τίποτε γι' αυτό το κελάρι για να 'ρχομαι
και να τρώγω μόνος μου!
Μόλις ξεκίνησε να τρώει ,σκέφτηκε τα λόγια που του είχαν πει οι φίλοι του οι ποντικοί , ότι δεν πρέπει να τρώει τόσο πολύ και αποφάσισε να τους ειδοποιήσει να έρθουν να φάνε μαζί !
Επέστρεψε
στην φωλιά των ποντικών και τους φώναξε για να τους δείξει το μέρος με τις λιχουδιές. Οι ποντικοί αρνήθηκαν
για να μην πάθουν καμία ζημιά , αλλά στο τέλος τους έπεισε να πηγαίνουν κάθε
μέρα και να τρώνε από λίγο.
Μια φορά και έναν καιρό ένα μικρό και αθώο κορίτσι που το έλεγαν Χιονάτη έχασε και τους δυο γονείς της σε ένα τραγικό ατύχημα. Από τότε δούλευε σε ένα
παλάτι σαν καθαρίστρια αλλά δεν άντεχε άλλο οπότε έφυγε μακριά από όλους.
Το μικρό κορίτσι δεν είχε πια οικογένεια, οπότε χωρίς καμία σκέψη έφυγε στο
δάσος. Έψαχνε μέρες για μια στέγη χωρίς φαγητό. Μετά από μερικές μέρες βρήκε εφτά νάνους , να δουλεύουν
σε ένα ορυχείο και τους ρώτησε αν έχουν
χώρο να μείνει και αυτή κοντά τους γιατί
είχε εξαντληθεί. Οι νάνοι δέχτηκαν αμέσως και η Χιονάτη πλέον ήταν σαν η μικρή
τους αδερφή .
Στο άλλο άκρο του δάσους υπήρχε η καλή μάγισσα που είχε μεγάλη συμπάθεια
στην Χιονάτη ,αλλά το κορίτσι την
απεχθάνονταν. Κάθε εβδομάδα η καλή μάγισσα έστελνε στην Χιονάτη πολλά λουλούδια και μήλα αλλά η Χιονάτη της έστελνε φαγωμένα και χαλασμένα μήλα .Μα και πάλι δεν την πείραζε γιατί τα έκανε
λίπασμα για τα λουλούδια της.
Μια μέρα η Χιονάτη είχε πολλά νευρά με την καλή μάγισσα και έστειλε έναν κυνηγό να την σκοτώσει και να γλυτώσει.
Έφυγε ο κυνηγός και προχωρούσε προχωρούσε
μέχρι που είδε ένα αγριογούρουνο μπροστά του .Δεν έχασε χρόνο και το πυροβόλησε .Τον πυροβολισμό
τον άκουσε μέχρι και η ασφάλεια του δάσους.
- Γεια και χαρά κ. φύλακε.
- Άσε τις χαιρετούρες .Τι είναι αυτό που κρατάς?
- Ένα…ένα αγριογούρουνο.
- Ξέρετε ότι η άδεια κυνηγιού έχει τελειώσει κύριε;
- Ωχ. Συγνώμη κύριε φύλακε αλλά τώρα κρίμα το γουρουνάκι. Να το πάω στην Χιονάτη
να το κάνει στιφάδο, το κάνει πολύ ωραίο.
- Πάτε καλά κύριε μου ; Τέλος πάντων ποια είναι αυτή η Χιονάτη που κάνει ωραίο
στιφάδο ;
-Θέλετε να σας πάω;
- ΟΧΙ… γιατί θα πάμε στο αυτόφωρο κύριε
- Μα..μα
-Μαμάκια ,παραβιάσατε τον νόμο ,
τώρα πρέπει να γίνει δική .Ήμουν κατανοητός;
- Μάλιστα….
Μετά από μια ημέρα η Χιονάτη έλαβε ένα γράμμα από τον κυνηγό που της έλεγε ότι πλέον δεν έχει δικαίωμα να κυνηγάει στο δάσος.
Οι Νάνοι δεν ήξεραν γιατί η Χιονάτη μισεί τόσο πολύ την καλή μάγισσα οπότε
την ρώτησαν η απάντηση της ήταν απερίγραπτη.
-Γιατί μισείς τόσο πολύ την μάγισσά?
- Εμμμ γιατί έχω αλλεργία στη γύρη
και με τα μήλα θέλει να με πεθάνει δεν το βλέπετε;
-Μα χτες κατασπάραξες μια ολόκληρη μηλόπιτα και τα λουλούδια τα έβαλες στο
σαλόνι. Αν δεν μας πεις θα το πούμε στον αρχηγό.
-Καλά καλά απλώς νομίζω ότι η μάγισσά ν είναι ομορφότερη από εμένα και έτσι
εγώ θα χάσω την αξία μου.
-Αυτός ο λόγος είναι πολύ χαζή αιτία για να σκοτώσεις την καλή μάγισσα. Ο κάθε
άνθρωπος έχει την δική του αξία και για εμάς είσαι πολύ όμορφη μέχρι και τον πρίγκηπα
έκανες να σε πει όμορφη.
-Αλήθεια ; σας ευχαριστώ που μου αλλάξετε γνώμη. Ήμουν πολύ ανόητη που
ήθελα να την σκοτώσω .Σας αγαπώ πολύ.
‐Γεια σου καλή μου γιαγιάκα‐Γεια σου ,πουλάω ωραία φρούτα και ζουμερά
Μια
φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια μακρινή χώρα ένας καλός κι ευγενικός έμπορος,
με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη.
Η γυναίκα του μια μέρα αρρώστησε και πέθανε κι ο άντρας της αποφάσισε να
ξαναπαντρευτεί, για να έχει η αγαπημένη του κόρη μια μητέρα.
Η
νέα του γυναίκα ήταν κακιά και φαντασμένη και οι δύο της κόρες ήταν αρκετά
όμορφες στην όψη, μα άσχημες στην καρδιά. Ίδιες η μητέρα τους.
Δε πέρασε πολύς καιρός και ο έμπορος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι.
Έτσι άφησε την κόρη του μόνη με τη μητριά και τις δυο της κόρες.
Μόλις
έφυγε ο πατέρας της, η μητριά, που ζήλευε την κοπέλα, γιατί ήταν όμορφη και
καλόκαρδη, την έντυσε με κουρέλια και την έβαζε να κάνει όλες τις δουλειές του
σπιτιού, σαν να ήταν υπηρέτρια! Της φερόταν πολύ άσχημα και επειδή η καημένη
ήταν συνέχεια κουρασμένη και βρόμικη από τις στάχτες της κουζίνας, τη
φώναζαν Σταχτοπούτα
Μια μέρα ο βασιλιάς της χώρας
αποφάσισε να διοργανώσει ένα μεγάλο χορό για να βρει γυναίκα ταιριαστή για το
γιο του, τον πρίγκιπα.
Μόλις άκουσαν τα νέα οι αδερφές της Σταχτοπούτας, άρχισαν αμέσως να
ετοιμάζονται για τον χορό. Η μητέρα τους σκεφτόταν περήφανη «Σίγουρα μια από
τις δύο κόρες μου θα γίνει πριγκίπισσα!».
Η Σταχτοπούτα δούλεψε
πολύ σκληρά για να ετοιμάσει τα φουστάνια τους και να τις κάνει όμορφες για το χορό. Κι όταν ρώτησε τη
μητριά της αν μπορούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, εκείνη όλο κακία γέλασε
και είπε:
«Είσαι πολύ άσχημη
και πολύ βρόμικη για να σε πάρουμε μαζί μας Σταχτοπούτα. Θα μείνεις κλειδωμένη
στην κουζίνα μέχρι να γυρίσουμε..»
Η μητριά και οι κόρες
της έφυγαν ντυμένες και στολισμένες για τον χορό, ενώ η Σταχτοπούτα γύρισε στην
κουζίνα και έβαλε τα κλάματα.
«Αχ, να μπορούσα να πάω και εγώ στον χορό του πρίγκιπα!»
Ξάφνου, εκεί που
έκλαιγε, είδε ένα παράξενο φως. Μπροστά της παρουσιάστηκε μια όμορφη γυναίκα,
με πανέμορφο γαλάζιο φόρεμα που άστραφτε ολόκληρη.
«Σταχτοπούτα, είμαι η νονά σου. Είμαι νεράιδα και άκουσα αμέσως την ευχή σου.
Θα σε βοηθήσω εγώ να πας στον χορό, γιατί όπως και η μητέρα σου, θέλω να είσαι
ευτυχισμένη».
Βγήκαν μαζί στον κήπο
και η νονά της, άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι μια κολοκύθα, που αμέσως
μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη άμαξα! Κάτι ποντικάκια που έπαιζαν εκεί γύρω έγιναν
όμορφα άλογα. Η Σταχτοπούτα δεν πίστευε στα μάτια της!
Τέλος, άγγιξε και τη
Σταχτοπούτα με το ραβδί της. Έκπληκτη εκείνη, κοιτάχτηκε και είδε πως φορούσε
ένα χρυσό φόρεμα και δυο κρυστάλλινα γοβάκια!
«Και τώρα είσαι
έτοιμη για τον χορό!» είπε πολύ χαρούμενη η καλοκάγαθη νεράιδα. «Αλλά πρόσεξε!
Πρέπει να φύγεις πριν από τα μεσάνυχτα, γιατί τότε τα μάγια θα λυθούν. Η άμαξα
θα γίνει ξανά κολοκύθα και τα ρούχα σου κουρέλια!»
Η Σταχτοπούτα
ευτυχισμένη που θα πήγαινε στον χορό, ανέβηκε στην άμαξα και έφυγε, αφού πρώτα
ευχαρίστησε τη νονά της και της υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε πριν απο τα
μεσάνυχτα..
Όταν μπήκε στο
παλάτι... όλοι έμειναν άφωνοι από την ομορφιά της! Αναρωτιόταν ποιά ήταν η όμορφη νέα και απο
πού είχε έρθει. Αφού ακόμα και η μητριά και οι κόρες της, δεν την αναγνώρισαν
και είχαν σκάσει από τη ζήλια τους!
Έβλεπαν πώς ο πρίγκιπας είχε μαγευτεί! Όλο το βράδυ χόρευε μόνο μαζί της.
Χόρευαν ευτυχισμένοι
χωρίς να έχουν μιλήσει πολύ. Όταν ο πρίγκιπας αποφάσισε να τη ρωτήσει πως τη
λένε... Ντιν,Νταν! Το ρολόι του παλατιού σήμανε μεσάνυχτα! Η Σταχτοπούτα,
υπάκουη στην υπόσχεση της, χωρίς να πει λέξη, άρχισε να τρέχει για να φύγει,
πριν λυθούν τα μάγια και γίνει ξανά μια φτωχοντυμένη κοπέλα.
«Στάσου!» φώναζε ο
πρίγκιπας. Μα δεν την πρόλαβε.
Το μόνο που βρήκε ήταν το γοβάκι της, που είχε πέσει στις σκάλες.
Όταν η σταχτοπούτα έφτασε σπίτι και ξάπλωσε σκεπτόταν τι έγινε Θυμήθηκε
ότι πέρασε μπροστά από τους αστυνομικούς και δεν απάντησε στην ερώτηση που της
έκαναν . Στο παλάτι ο πρίγκιπας προβληματιζόταν τι θα κάνει το γοβάκι να
το δώσει στην μαμά του ή να ψάξει σε ποια ανήκε .Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισε
να………..το δώσει στην μαμά του αλλά δεν της έκανε.
Τότε αποφάσισε να ψάξει την κοπέλα. Πέρασε από
πολλά σπίτια και οι κοπέλες που το δοκίμασαν δεν τους έκανε. Όταν έφτασε στο
σπίτι της σταχτοπούτας το δοκίμασαν οι δυο αδερφές αλλά μάταια .Ο πρίγκιπας
άκουσε μια κοριτσίστικη φωνή και ζήτησε από τη μητριά να
φωνάξει το κορίτσι. Η σταχτοπούτα κατέβηκε και δοκίμασε το γοβάκι και της
ήταν τέλειο . Ο πρίγκιπας της έκανε αμέσως πρόταση γάμου αλλά δεν η
Σταχτοπούτα δε δέχτηκε..
Γιατί όμως ; Το βράδυ μετά τις δώδεκα που έφευγε από το παλάτι είχε συναντήσει τον πρίγκιπα της Ουαλίας που της έκανε πρόταση γάμου και την ίδια μέρα είχαν κιόλας αρραβωνιαστεί .Ο πρίγκιπας στεναχωρημένος έφυγε και δεν τον ξανά είδε ποτέ κάνεις. Σε αντίθεση με την σταχτοπούτα που παντρεύτηκε και έφυγε πια ως πριγκίπισσά στην Ουαλία